κανθύλη

κανθύλη

κανθύλη, , Geschwulst, Geschwür, Aesch. frg. 197.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κανθύλη — κανθύλη, ἡ (Α) εξόγκωμα, οίδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αρχ. άνω γερμ. gund «έλκος» και το γοτθ. gunds «έλκος». Στην περίπτωση αυτή όμως το αρχικό θ. θα πρέπει να ήταν είτε αρχικό *κονθ , είτε μεταπτωτικό *καθ (αν οι γερμ …   Dictionary of Greek

  • κανθύλας — κανθύλᾱς , κανθύλη swelling fem acc pl κανθύλᾱς , κανθύλη swelling fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ονθυλεύω — ὀνθυλεύω και μονθυλεύω (Α) 1. παρασκευάζω έδεσμα χρησιμοποιώντας ως γέμιση κομμένο κρέας, κιμά 2. παραγεμίζω κάτι 3. νοθεύω κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. φαίνεται ότι έχει παραχθεί από αμάρτυρο προσηγορικό *ὀνθύλη ή *ὄνθυλος με επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • σταφύλη — ἡ, Α το μετάλλινο βαρίδι τής στάθμης τών ξυλουργών και τών κτιστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή, με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. κανθύλη, κοτύλη)] …   Dictionary of Greek

  • ghendh- (ghondh-) —     ghendh (ghondh )     English meaning: boil     Deutsche Übersetzung: “Geschwũr”     Material: Gk. κανθύλη “ulcer, swelling, lump, growth”, κονθηλαί αἱ ἀνοιδήσεις Hes.; Goth. gund n. “ cancerous ulcer “, Nor. dial. gund m. ‘scurf”, O.E. gund… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”