- γαμμάτιον
γαμμάτιον, τό, dim. zum vorigen, Inscr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαμμάτιον, τό, dim. zum vorigen, Inscr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαμμάδιον — και γαμμάτιον, το (Μ) σταυροειδές σύμπλεγμα τεσσάρων κεφαλαίων Γ, διακοσμητικό στοιχείο εκκλησιαστικών αμφίων … Dictionary of Greek