καμακίας

καμακίας

καμακίας σῖτος, eine Getreideart, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καμακίας — καμακίας, ὁ (Α) φρ. «καμακίας σῑτος» είδος σίτου με μακρύ καλάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμαξ, ακος + κατάλ. ίας*] …   Dictionary of Greek

  • καμακίαν — καμακίᾱν , καμακίας which makes too much straw masc acc sg (attic epic doric aeolic) καμακίας which makes too much straw masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμαξ — κάμαξ, ακος, ὁ, ἡ (AM) μσν. το οριζόντιο μακρύ ξύλο τού κλουβιού, πάνω στο οποίο κουρνιάζουν όρνιθες αρχ. 1. πάσσαλος στον οποίο στήριζαν τα κλήματα 2. κάθε μακρύ ξύλο, κοντάρι («ὁ κάμαξ πεύκης», Αισχύλ.) 3. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) ὁ κάμαξ το …   Dictionary of Greek

  • καμακιστής — ο [καμακίζω] αυτός που ψαρεύει με καμάκι, ειδικός στο ψάρεμα με καμάκι, καμακίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”