- καμματίδες
καμματίδες, αἱ, die Lorbeerblätter im Gebäck κάμμα, Hesych. u. Ath. IV, 141 a, αἷς κάπτουσι τὰ ψαιστά.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καμματίδες, αἱ, die Lorbeerblätter im Gebäck κάμμα, Hesych. u. Ath. IV, 141 a, αἷς κάπτουσι τὰ ψαιστά.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάμμα — κάμμα, τὸ (Α) είδος γλυκίσματος τών Λακώνων, το οποίο περιτύλιγαν με «καμματίδες», δηλ. με φύλλα δάφνης, αλλ. ψαιστόν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάπτω «καταπίνω»] … Dictionary of Greek
καμματίς — καμματίς, ίδος, ἡ (Α) [κάμμα] συν. στον πληθ. αἱ καμματίδες φύλλα δάφνης με τα οποία περιτύλιγαν τα κάμματα, βλ. κάμμα … Dictionary of Greek