γαμικός

γαμικός

γαμικός, 1) hochzeitlich, ὕμνος, συμπόσιον, Ath. IV, 130 a V, 188 b. – 2) die Ehe betreffend, νόμοι Plat. Legg. IV, 721 a; τὰ γαμικά, Hochzeit, Ehe, Thuc. 2, 15. 6, 6; Arist. Pol. 5, 4; γαμικῶς ἑστιᾶν, hochzeitlich bewirthen, Eth. 4, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γαμικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμικός — ή, ό (AM γαμικός, ή, όν) [γάμος] ο σχετικός με τον γάμο νεοελλ. φρ. «γαμικό σύμφωνο» συμβολαιογραφικό έγγραφο με το οποίο οι σύζυγοι ρυθμίζουν πριν τον γάμο τις περιουσιακές τους σχέσεις αρχ. 1. φρ. α) «γαμικοί νόμοι» νόμοι που ρυθμίζουν τα… …   Dictionary of Greek

  • γαμικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο γάμο: Η νύφη υπέγραψε γαμικό συμβόλαιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαμικά — γαμικός of neut nom/voc/acc pl γαμικά̱ , γαμικός of fem nom/voc/acc dual γαμικά̱ , γαμικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμικῶν — γαμικός of fem gen pl γαμικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμικόν — γαμικός of masc acc sg γαμικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμικαῖς — γαμικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμικαί — γαμικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμικοῖς — γαμικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμικοί — γαμικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμικοῦ — γαμικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”