- ζαμερίτας
ζαμερίτας, ὁ, dor. = μακαρίτης, Phot.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζαμερίτας, ὁ, dor. = μακαρίτης, Phot.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζαμερίτας — ζαμερίτας, ὁ (Α) (δωρ. λ.), βλ. μακαρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. για το μακαρίτης*] … Dictionary of Greek