- προὐφείλω
προὐφείλω, = προοφείλω, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προὐφείλω, = προοφείλω, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προυφείλω — Α βλ. προοφείλω … Dictionary of Greek
προὐφείλω — προοφείλω , προοφείλω owe beforehand pres subj act 1st sg προοφείλω , προοφείλω owe beforehand pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοφείλω — και αττ. τ. προὐφείλω Α οφείλω, χρωστώ από πριν («πολλὰ πολλοῑς προοφείλειν», Δίων Κάσσ.) … Dictionary of Greek