- καματηδόν
καματηδόν, mühselig, Man. 4, 622.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καματηδόν, mühselig, Man. 4, 622.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καματηδόν — καματηδὸν (Μ) επίρρ. με κάματο, με κόπο, κοπιαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + επιρρηματική κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν, στιχ ηδόν)] … Dictionary of Greek
καματηδόν — laboriously indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek
κάματος — ο (AM κάματος) 1. επίπονη εργασία, μόχθος, κόπος («ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν», Ομ. Οδ.) 2. κατάπτωση τών σωματικών δυνάμεων από βαριά ή υπερβολική εργασία, κόπωση, κούραση, εξάντληση («αἴθρῳ και καμάτῳ δεδμημένον», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. το όργωμα τών… … Dictionary of Greek