καματηρός

καματηρός

καματηρός, mühselig, beschwerlich; γῆρας H. h. Ven. 247; ἀυτμήν Ap. Rh. 2, 87; τοῖς μὲν καματηρὸν ἄρχειν Arist. mund. 6; σφοδρὰ καὶ καματηρὰ πηδήματα Luc. salt. 34; – bei Her. 4, 135 dem ἀσϑενέστατοι entsprechend, krank, erschöpft; καματηροὶ καὶ πνευστιῶντες Arr. An. 5, 16, 2; σώματα, siech, D. Hal. 10, 53. – Adv. καματηρῶς, Poll. 3, 105.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καματηρός — toilsome masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καματηρός — ή, ὁ (Α καματηρός, ά, όν) αυτός που προκαλεί κάματο, επίπονος, κοπιαστικός («καματηρὸν τὸ ἄρχειν» Αριστοτ.) αρχ. 1. καταπονημένος, τσακισμένος απ την κούραση, πολύ κουρασμένος («τοὺς μὲν καματηροὺς τῶν ἀνδρῶν», Ηρόδ.) 2. ο εργαζόμενος σε… …   Dictionary of Greek

  • Καματηρός, Ανδρόνικος — (12ος αι.). Βυζαντινός θεολογικός συγγραφέας και αξιωματούχος. Στο έργο του Ιερά Οπλοθήκη, γραμμένο με εντολή του Μανουήλ A’ Κομνηνού, συζητούνται, με μορφή διαλόγου μεταξύ Μανουήλ και Ρωμαίων καρδιναλίων, θέματα σχετικά με την εκπόρευση του… …   Dictionary of Greek

  • καματηρά — καματηρός toilsome neut nom/voc/acc pl καματηρά̱ , καματηρός toilsome fem nom/voc/acc dual καματηρά̱ , καματηρός toilsome fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καματηρῶν — καματηρός toilsome fem gen pl καματηρός toilsome masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καματηρόν — καματηρός toilsome masc acc sg καματηρός toilsome neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Иоанн Каматир — (Καματηρός) византийский писатель, архиеписк. болгарский; написал астрологическую дидактическую поэму О круге зодиака , посвященную имп. Мануилу (1143 1180); ее издал Е. Miller (1872) …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • καματηραί — καματηρός toilsome fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καματηροῖς — καματηρός toilsome masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καματηροί — καματηρός toilsome masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καματηροῦ — καματηρός toilsome masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”