- καμασῆνες
καμασῆνες, οἱ, eine Art Fische; Antp. Th. 45 (XI, 20); Ath. VIII, 334 b, aus Empedocl. – Sing. καμασήν Hdn. περὶ μον. λ. p. 17, 7; bei Arcad. 8, 24 καμασσήν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καμασῆνες, οἱ, eine Art Fische; Antp. Th. 45 (XI, 20); Ath. VIII, 334 b, aus Empedocl. – Sing. καμασήν Hdn. περὶ μον. λ. p. 17, 7; bei Arcad. 8, 24 καμασσήν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καμασήνες — καμασῆνες, ήνων, οἱ (Α) 1. ονομασία των ψαριών 2. είδος ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε *κάμασος, που εμφανίζει επίθημα σος (πρβλ. κόμπα σος, πέτα σος). Ο τ. καμασῆνες συνδέεται πιθ. με λιθουαν. šāmas, λετον. sams, ρωσ. som και με τη λ.… … Dictionary of Greek
καμασῆνες — fish masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμασῆνας — καμασῆνες fish masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμασήνων — καμασῆνες fish masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)