καμαρικός

καμαρικός

καμαρικός, = καμαρωτός, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καμαρικός — καμαρικός, ή, όν (Α) [καμάρα] 1. θολωτός, σκεπασμένος με καμαροειδή στέγη, καμαρωτός*. 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Καμαρικά τίτλος πραγματείας τού Ήρωνος σχετικής με την κατασκευή θόλων …   Dictionary of Greek

  • καμαρικῶν — καμαρικός fem gen pl καμαρικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμαρικαῖς — καμαρικός fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμαρικῇ — καμαρικός fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμάρα — Ονομασία εννέα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 287 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαλοπόλεως του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 59 χλμ. ΝΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. 2. Ημιορεινός οικισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”