- γαμβρεύω
γαμβρεύω, verschwägern, LXX.; pass., Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαμβρεύω, verschwägern, LXX.; pass., Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαμβρεύω — (Α) [γαμβρός] 1. συγγενεύω με γάμο 2. (για άντρα) γαμβρεύομαι παντρεύομαι … Dictionary of Greek
επιγαμβρεύω — ἐπιγαμβρεύω (AM) δίνω τον νεώτερο αδελφό ως σύζυγο στη χήρα τού μεγαλύτερου αδελφού αρχ. 1. γίνομαι γαμπρός κάποιου 2. γίνομαι πεθερός, κάνω γαμπρό 3. μέσ. συμπεθερεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γαμβρεύω (< γαμβρός)] … Dictionary of Greek