καμαρωτός

καμαρωτός

καμαρωτός, gewölbt, bedeckt; στέγη Ath. V, 196 c; ἅρμα IV, 139 f; ψαλιδώματα Strab. XVI, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καμαρωτός — ή, ό (AM καμαρωτός, ή, όν, Α και καμαρωτός, όν) [καμαρώ] αυτός που έχει καμάρα ή αυτός που έχει κατασκευαστεί σαν καμάρα, αψιδωτός, θολωτός, τοξοειδής («ψαλιδώμασι καμαρωτοῑς ἐπὶ πεττῶν ἱδρυμένοις», Στράβ.) νεοελλ. 1. υπερήφανος 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • καμαρωτός — ή, ό επίρρ. ά περήφανος, κορδωτός: Λεβέντες καμαρωτοί έλαβαν μέρος στην παρέλαση. – Περπατά καμαρωτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμαρωτῶν — καμαρωτός vaulted fem gen pl καμαρωτός vaulted masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμαρωτόν — καμαρωτός vaulted masc acc sg καμαρωτός vaulted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμαρωτοῖς — καμαρωτός vaulted masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμαρωτοί — καμαρωτός vaulted masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμαρωτοῦ — καμαρωτός vaulted masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμαρωτήν — καμαρωτός vaulted fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαμάρωτος — (I) η, ο [καμαρωτός Ι] 1. όποιος δεν έχει καμάρα, αψίδα «ακαμάρωτη στέρνα» 2. αυτός που δεν χωρίστηκε σε κάμαρες, σε δωμάτια (σπίτι ακαμάριαστο) 3. αυτός που δεν σκύβει το κεφάλι, ο αλύγιστος. (II) η, ο [καμαρωτός ΙΙ] όποιος δεν καμαρώνει, δεν… …   Dictionary of Greek

  • καμαρώνω — (AM καμαρῶ, όω, Μ και καμαρώνω) κατασκευάζω κάτι με καμάρα, με αψίδα ή σε σχήμα καμάρας, επιστεγάζω με καμάρα, με θόλο, με αψίδα, αψιδώνω (νεοελλ. μσν) 1. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, επιδεικνύομαι, στέκω καμαρωτός, κορδώνομαι («καμαρώνει σαν… …   Dictionary of Greek

  • γαύρος — Δέντρο της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα), που θυμίζει λίγο την οξιά. Επιστημονικά ονομάζεται κάρπινος ο βετουλοειδής. Έχει μέτριο ανάστημα και λείο, σκούρο γκρίζο φλοιό. Τα φύλλα του είναι ωοειδή, μυτερά, μεγάλα, όπως της οξιάς, διπλά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”