κακ-ώνυμος

κακ-ώνυμος

κακ-ώνυμος, = δυςώνυμος, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορθώνυμος — ὀρθώνυμος, ον (Α) αυτός που έχει ορθό όνομα, αυτός που ονομάζεται ή ονομάστηκε ορθά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + ώνυμος (< όνυμα, αιολ. τ. τού όνομα), πρβλ. κακ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • κακώνυμος — η, ο (Α κακώνυμος, ον) αυτός που έχει κακό όνομα, κακή φήμη, δυσώνυμος, δυσφημισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ετερ ώνυμος, ψευδ ώνυμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”