- κακ-ήθης
κακ-ήθης, ες, poet. = κακοήϑης, Nic. Th. 132. 360 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακ-ήθης, ες, poet. = κακοήϑης, Nic. Th. 132. 360 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακήθης — κακήθης, ες (Α) κακοήθης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ηθης (< ἦθος), πρβλ. καλο ήθης, χρηστο ήθης] … Dictionary of Greek
κακοήθης — όηθες (Α κακοήθης, όηθες) 1. αυτός που έχει κακό χαρακτήρα, κακεντρεχής, μοχθηρός (α. «κακοήθης γείτονας» β. «ἀπὸ τοὐρανοῡ φαίνεσθε κακοήθεις πάνυ», Αριστοφ.) 2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) δυσίατος ή ανίατος, με θανατηφόρα έκβαση («κακοήθης… … Dictionary of Greek