- κακ-έσχατος
κακ-έσχατος, äußerst schlimm, Gnom. monost. 498.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακ-έσχατος, äußerst schlimm, Gnom. monost. 498.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακέσχατος — κακέσχατος, ον (Α) υπερβολικά κακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ἔσχατος] … Dictionary of Greek