- κακ-ομῑλία
κακ-ομῑλία, ἡ, = καχομιλία, D. Sic. 12, 12; vgl. aber Lob. zu Phryn. 677.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακ-ομῑλία, ἡ, = καχομιλία, D. Sic. 12, 12; vgl. aber Lob. zu Phryn. 677.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καχομιλία — καχομιλία, ἡ (Α) κακομιλία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (πρβλ. κακ[ο] *, με τροπή του κ στο αντίστοιχο δασύ χ προ δασέος φθόγγου) + ομιλία (< ὁμιλία), πρβλ. ευ ομιλία, συν ομιλία] … Dictionary of Greek
κακομιλία — κακομιλία, ἡ (Α) κακή συναναστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ὁμιλία «συναναστροφή»] … Dictionary of Greek