- κακο-μήτης
κακο-μήτης, ὁ, dasselbe, Eur. Or. 1403.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακο-μήτης, ὁ, dasselbe, Eur. Or. 1403.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυμήτης — ὁ, Α ο πολύμητις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μήτης (< μῆτις «ευφυΐα, πανουργία, τέχνασμα»), πρβλ. κακο μήτης] … Dictionary of Greek