- κακο-θαλπής
κακο-θαλπής, ές, schlecht wärmend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακο-θαλπής, ές, schlecht wärmend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χλιεροθαλπής — ές, Α χλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλιαρός /χλιερός + θαλπής (< θάλπος < θάλπω), πρβλ. εὐ θαλπής, κακο θαλπής] … Dictionary of Greek