- κακο-θελής
κακο-θελής, ές, böswillig, übelwollend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακο-θελής, ές, böswillig, übelwollend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετεροθελής — ἑτεροθελής, ές (Μ) αυτός που έχει διαφορετική θέληση («ἑτεροθελεῑς καὶ ἑτεροενεργεῑς τὰς τρεῑς ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος εἰπεῑν...», Δαμασκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + θελής (< εθέλω), πρβλ. αγαθο θελής, κακο θελής] … Dictionary of Greek
καλοθελής — καλοθελής, ές (Α) ευμενής, καλόγνωμος, καλής διαθέσεως. επίρρ... καλοθελῶς (AM) με καλή διάθεση, με ευμένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + θελής (< θέλω), πρβλ. αγαθο θελής, κακο θελής] … Dictionary of Greek
πολυθελής — ές, Μ 1. αυτός που θέλει πολλά 2. αυτός που έχει μεγάλη θέληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θελής (< ἐθέλω), πρβλ. αγαθο θελής, κακο θελής] … Dictionary of Greek
κακοθελής — κακοθελής, ές (AM) αυτός που θέλει το κακό κάποιου, δυσμενής, κακώς διατεθειμένος εναντίον κάποιου. επίρρ... κακοθελώς και κακοθελῶς (Μ) με κακή πρόθεση, από κακή θέληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θελής (< θέλω), πρβλ. αγαθο θελής, καλο θελής] … Dictionary of Greek