- κακο-ηχής
κακο-ηχής, ές, schlecht tönend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακο-ηχής, ές, schlecht tönend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακοηχής — κακοηχής, ές (Α) αυτός που έχει κακό, δυσάρεστο ήχο, κακόηχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ηχής (< ἦχος), πρβλ. γλυκυ ηχής, πολυ ηχής] … Dictionary of Greek