- κακο-μέτρητος
κακο-μέτρητος, schlecht gemessen, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακο-μέτρητος, schlecht gemessen, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισομέτρητος — ἰσομέτρητος, ον (Α) αυτός που έχει ίσο μέτρο ή βάρος ή αξία με άλλον, ίσος με άλλον, ανάλογος («χρυσῆν εἰκόνα ἰσομέτρητον», Πλάτ.) επίρρ... ἰσομετρήτως (Α) ανάλογα με την ανάγκη, με το μέτρο τής χρείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + μετρητος (<… … Dictionary of Greek