προ-μήτωρ

προ-μήτωρ

προ-μήτωρ, ορος, ἡ, Vormutter, Stammmutter, Eur. Phoen. 681 u. Sp. S. προμάτωρ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προμήτωρ — ορος, ἡ, ΝΜΑ, και δωρ. τ. προμάτωρ Α 1. η πρώτη μητέρα μιας γενιάς (α. «η κοινή προμήτωρ τού ανθρώπινου γένους, η Εύα» β. «Κύπρις ἅτ εἶ γένους προμάτωρ», Αισχύλ.) νεοελλ. η προγιαγιά αρχ. 1. (ως αρσ.) ὁ προμήτωρ (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐκ μητρὸς… …   Dictionary of Greek

  • θεοπρομήτωρ — θεοπρομήτωρ, ἡ (Μ) η Άννα, η μητέρα τής θεοτόκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + προ μήτωρ «γιαγιά»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”