- κακο-δαιμονίζω
κακο-δαιμονίζω, für unglücklich halten, erklären, Strab. XI p. 520.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακο-δαιμονίζω, für unglücklich halten, erklären, Strab. XI p. 520.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρενιάζω — φρένιασα, φρενιασμένος 1. μτβ., ερεθίζω κάποιον πολύ, τον δαιμονίζω, τον κάνω έξω φρενών: Ηρωδιάς...του Γιοχαννάν την κατάρα γρικάει που τη φρενιάζει (Ι. Γρυπάρης). 2. αμτβ., γίνομαι έξαλλος, έξω φρενών, με πιάνει μανία, δαιμονίζομαι, θυμώνω πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)