- κακο-δόκιμος
κακο-δόκιμος, schlecht bewährt, verworfen, Epicharm. bei Ath. III, 85 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακο-δόκιμος, schlecht bewährt, verworfen, Epicharm. bei Ath. III, 85 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερασιτέχνης — ο, θηλ. ερασιτέχνις 1. αυτός που. αγαπάει την τέχνη, ο φιλότεχνος 2. εκείνος που ασχολείται από αγάπη και ενδιαφέρον, όχι επαγγελματικά με τέχνη, επιστήμη, άθλημα, εργασία κ.λπ. («ερασιτέχνης φωτογράφος, ερασιτέχνης ζωγράφος, ερασιτέχνης δύτης» κ … Dictionary of Greek