- κακο-είμων
κακο-είμων, ονος, schlecht bekleidet, πτωχός Od. 18, 41.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακο-είμων, ονος, schlecht bekleidet, πτωχός Od. 18, 41.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευείμων — εὐείμων, ον (Α) ωραία ντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ειμων (< είμα «ένδυμα» < έννυμι «ενδύομαι»), πρβλ. κακο είμων, μελαν είμων] … Dictionary of Greek
λευχείμων — ονος, ο, η (AM λευχείμων, ονος) αυτός που φορά λευκά ενδύματα, ασπροντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. κακο είμων, λαμπρο είμων] … Dictionary of Greek
μελανείμων — ον (Α μελανείμων, και μελανοείμων, ον) 1. αυτός που φορά μαύρα ενδύματα, μαυροφόρος («τοὺς μελανείμονας τοὺς περὶ τὸν ποταμὸν οἰκοῡντας», Πολ.) 2. φρ. «μελανείμων ἑορτή» δημόσιο πένθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + είμων (< εἶμα «ένδυμα»), πρβλ … Dictionary of Greek
μονοείμων — μονοείμων, ον (Α) αυτός που έχει ή αυτός που φορά ένα μόνο ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + είμων (< εἶμα «ένδυμα»), πρβλ. κακο είμων, μεγαλο είμων] … Dictionary of Greek
πολυείμων — και πολυοίμων, ον, Α αυτός που αποτελείται από πολλά ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + είμων (< εἷμα, τὸ «ένδυμα»), πρβλ. κακο είμων, μελανο είμων] … Dictionary of Greek
φοινικείμων — και φοινικοείμων, εῑμον, Α αυτός που φορά ένδυμα πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. κακο είμων, μελαν είμων] … Dictionary of Greek
u̯es-5 (*su̯es-) — u̯es 5 (*su̯es ) English meaning: to dress, put on Deutsche Übersetzung: “kleiden” Material: O.Ind. vástē “kleidet sich, zieht an”, Av. vaste ds. (compare das unthemat. Gk. ἕσσαι, ἕσται), vaŋhaiti ds.; O.Ind. vásana , Av. vaŋhana… … Proto-Indo-European etymological dictionary