- κακο-κοίμητος
κακο-κοίμητος, schlecht schlafend, Hesych., Erkl. von δυςηλεγής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακο-κοίμητος, schlecht schlafend, Hesych., Erkl. von δυςηλεγής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυκοίμητος — ον, Α αυτός που κοιμάται βαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κοίμητος (< κοιμῶμαι), πρβλ. κακο κοίμητος] … Dictionary of Greek