- κακο-ελκής
κακο-ελκής, ές, mit bösem Geschwür, Man. 1, 54.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακο-ελκής, ές, mit bösem Geschwür, Man. 1, 54.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευελκής — εὐελκής, ές (Α) αυτός τού οποίου τα έλκη θεραπεύονται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ελκής (< έλκος), πρβλ. δυσ ελκής, κακο ελκής] … Dictionary of Greek
ισοελκής — ἰσοελκής, ές (Α) αυτός που έχει το ίδιο βάρος, ισοβαρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ελκής (< ἕλκω), πρβλ. κακο ελκής, πολυ ελκής] … Dictionary of Greek
καχελκής — καχελκής, ές (Α) αυτός που έχει κακό έλκος, πληγή που δύσκολα θεραπεύεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (πρβλ. κακ[ο] *, με τροπή τού κ σε χ προ δασέος φθόγγου) + ἑλκής (< ἕλκος), πρβλ. δυσ ελκής, ευ ελκής] … Dictionary of Greek