- προίκειος
προίκειος, zur Aussteuer od. Mitgift gehörig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προίκειος, zur Aussteuer od. Mitgift gehörig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προίκειος — ον, Α [προίξ, κός] ο σχετικός με την προίκα, προικώος … Dictionary of Greek
υποπροίκ(ε)ιος — ον, Α αυτός που έχει λάβει με νόμιμο γάμο γυναίκα με προίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + προίκειος / προίκιος «αυτός που αναφέρεται στην προίκα» (< προίξ, κός)] … Dictionary of Greek