- κακο-ειδής
κακο-ειδής, ές, von schlechtem Ansehen, häßlich, D. Cass. 78, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακο-ειδής, ές, von schlechtem Ansehen, häßlich, D. Cass. 78, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλοειδής — ές (Α καλοειδής, ες) ωραίος στη μορφή νεοελλ. αυτός που ανήκει σε καλό, σε ωραίο είδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ειδής (< εἶδος), πρβλ. κακο ειδής, μακρο ειδής] … Dictionary of Greek
άσχημος — και άσκημος, η, ο (AM ἄσχημος, ον) Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος μσν. νεοελλ. 1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα») 2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός 3. (για παράπτωμα) σοβαρός νεοελλ. 1. φοβερός, οικτρός 2. κακός,… … Dictionary of Greek
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek