- κακο-κρισία
κακο-κρισία, ἡ, schlechtes, ungerechtes Urtheil; Pol. 12, 24, 6; Ant. Th. 58 (VII, 236); Ep. ad. 390 (IX, 115).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακο-κρισία, ἡ, schlechtes, ungerechtes Urtheil; Pol. 12, 24, 6; Ant. Th. 58 (VII, 236); Ep. ad. 390 (IX, 115).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… … Dictionary of Greek
ορθοκρισία — ὀρθοκρισία, ἡ (Α) ορθή, δίκαιη κρίση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κρισία (< κρίσις < κρίνω), πρβλ. κακο κρισία] … Dictionary of Greek