- κακο-φραδής
κακο-φραδής, ές, Schlechtes sinnend, vorhabend, Il. 23, 483 u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 936.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακο-φραδής, ές, Schlechtes sinnend, vorhabend, Il. 23, 483 u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 936.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευφραδής — ές (ΑΜ εὐφραδής, ές) αυτός που έχει ευχερή έκφραση, ο εύγλωττος μσν. αρχ. 1. αυτός που εκφράζεται σωστά ή με σαφήνεια 2. ο εκφρασμένος καλά. επίρρ... ευφραδώς (Α εὐφραδέως) με ευγλωττία, με ευφράδεια αρχ. 1. καθαρά, με σαφήνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ… … Dictionary of Greek