- κακουργικός
κακουργικός, ή, όν, dem Bösewicht eigen, ἀδικήματα οὐ κακ., ἀλλὰ τὰ μὲν ὑβριστικά, τὰ δὲ ἀκρατευτικά Arist. rhet. 2, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακουργικός, ή, όν, dem Bösewicht eigen, ἀδικήματα οὐ κακ., ἀλλὰ τὰ μὲν ὑβριστικά, τὰ δὲ ἀκρατευτικά Arist. rhet. 2, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακούργικος — η, ο (Α κακουργικός, ή, όν) [κακούργος] αυτός που αναφέρεται σε κακούργο ή προέρχεται από κακούργο, από ένστικτα κακούργα, κακούργος, εγκληματικός αρχ. αυτός που επιφέρει κακουργία, βαριά βλάβη εναντίον άλλου («κακουργικὰ ἀδικήματα», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
κακουργικά — κακουργικός malicious neut nom/voc/acc pl κακουργικά̱ , κακουργικός malicious fem nom/voc/acc dual κακουργικά̱ , κακουργικός malicious fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακουργικήν — κακουργικός malicious fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)