- κακο-τράχηλος
κακο-τράχηλος, mit schlechtem Halse, Apoll. L. H. init.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακο-τράχηλος, mit schlechtem Halse, Apoll. L. H. init.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιστρέφω — (AM ἐπιστρέφω) [στρέφω] επανέρχομαι, γυρίζω πίσω («θα επιστρέψω σε μία ώρα») μσν. νεοελλ. στέλνω κάτι πίσω («επέστρεψα τα βιβλία») μσν. 1. ανταποδίδω 2. απομακρύνω, αποτρέπω από κάτι κακό 3. μεταβάλλω 4. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη 5. μέσ.… … Dictionary of Greek