- κακο-σῑτία
κακο-σῑτία, ἡ, Mangel an Eßlust, Poll. 6, 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακο-σῑτία, ἡ, Mangel an Eßlust, Poll. 6, 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξυσιτία — ὀξυσιτία, ἡ (Α) δυσλειτουργία τών πεπτικών οργάνων, κατά την οποία η τροφή δεν χωνεύεται και γίνεται όξινη στο στομάχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + σιτία (< σιτος < σῖτος), πρβλ. κακο σιτία] … Dictionary of Greek