κακο-συμ-βίβαστος

κακο-συμ-βίβαστος

κακο-συμ-βίβαστος, schwer zu vereinigen, Eust.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευσυμβίβαστος — η, ο (Μ εὐσυμβίβαστος, ον) αυτός που δέχεται συμβιβασμό εύκολα, αυτός που συμβιβάζεται εύκολα μσν. αυτός που έχει συνοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συμ βιβαστος (< συμ βιβάζομαι), πρβλ. α συμ βίβαστος, κακο συμ βίβαστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”