- κακο-στόμαχος
κακο-στόμαχος, mit schlechtem, schwachem oder verdorbenem Magen; Lucill. 6 (XI, 155); Cic. famil. 16, 4; – den Magen schwächend oder verderbend, schwer zu verdauen, Ath. III, 120 c, im comp. II, 56 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακο-στόμαχος, mit schlechtem, schwachem oder verdorbenem Magen; Lucill. 6 (XI, 155); Cic. famil. 16, 4; – den Magen schwächend oder verderbend, schwer zu verdauen, Ath. III, 120 c, im comp. II, 56 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιλοστόμαχος — κοιλοστόμαχος, ἡ (Α) φρ. «κοιλοστόμαχος διάθεσις» η αίσθηση τής κενότητας τού στομαχιού, το να αισθάνεται κάποιος κενό το στομάχι («διάρροιαι καὶ δυσεντερίαι... καὶ κοιλιακαὶ διαθέσεις οἷον εἰπεῖν... κοιλοστόμαχοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος +… … Dictionary of Greek
κακοστόμαχος — η, ο (AM κακοστόμαχος, ον) 1. αυτός που έχει ευπαθές στομάχι, αυτός που υποφέρει από στομάχι ή που έχει κακοστομαχιά 2. (για τροφές) αυτός που προκαλεί κακό στο στομάχι, δύσπεπτος νεοελλ. (για πρόσ.) μτφ. αχώνευτος, ανυπόφορος, αυτός που προξενεί … Dictionary of Greek
καλοστομαχία — καλοστομαχία, ἡ (Μ) ευπεψία, χωνευτικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + στομαχία (< στόμαχος < στόμαχος), πρβλ. κακο στομαχία] … Dictionary of Greek