- ζακορεύω
ζακορεύω, ein ζάκορος sein, Inscr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζακορεύω, ein ζάκορος sein, Inscr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζακορεύω — (Α) [ζάκορος] επιγρ. είμαι ζάκορος*, νεωκόρος, υπηρέτης τού ναού … Dictionary of Greek
ζάκορος — ζάκορος, ὁ, ἡ (Α), ζάκορον, τὸ (Μ) νεωκόρος, υπηρέτης τού ναού («ζάκορος θεῶν», Πλούτ.) μσν. (το ουδ.) ζάκορον (κατά τον Νικ. Χων.) «γυναικάριον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ζακόρος θεωρείται ορθότερος από τον ζάκορος. Σύνθ. < ζα* + κόρος (< κορώ… … Dictionary of Greek