- κακο-παθής
κακο-παθής, ές, Unglück leidend, unglücklich, mühselig, Philo. – Adv., κακοπαϑῶς ζῆν Arist. pol. 2, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακο-παθής, ές, Unglück leidend, unglücklich, mühselig, Philo. – Adv., κακοπαϑῶς ζῆν Arist. pol. 2, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καινοπαθής — καινοπαθής, ές (Α) αυτός που παθαίνει ή έπαθε κάτι καινούργιο, φοβερό και ανήκουστο («πολλὰ πήματα καὶ καινοπαθῆ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + παθής (< πάθος), πρβλ. κακο παθής, πολυ παθής] … Dictionary of Greek
ταλαιπαθής — και ταλαπαθής, ές, Α ταλαίπωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλαι / ταλα (βλ. λ. τάλας) + παθής (< πάθος), πρβλ. κακο παθής (για τη μορφή ταλαι τού α συνθετικού βλ. λ. ταλαίπωρος)] … Dictionary of Greek
ισχυροπαθώ — ἰσχυροπαθῶ, έω (Α) δεινοπαθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + παθῶ (< παθής < πάθος), πρβλ. δεινο παθώ, κακο παθώ] … Dictionary of Greek
καλοπαθώ — καλοπαθῶ (Μ) 1. ενεργ. αναπαύομαι, ξεκουράζομαι («νὰ ἀπέρχονται εἰς τὰ ὀσπίτια τους, διὰ νὰ καλοπαθήσουν», Χρον. Moρ.) 2. μέσ. καλοπερνώ, περνώ με άνεση («προφούρνια νὰ χόρταινα καὶ νὰ καλοπαθούμην», Προδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ.… … Dictionary of Greek
κενοπάθεια — κενοπάθεια, ἡ (Α) η ψευδής αίσθηση, το απατηλό, ψεύτικο αίσθημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + πάθεια (< παθής < πάσχω), πρβλ. κακο πάθεια, μετριο πάθεια] … Dictionary of Greek
υστεροπαθώ — έω, Α πάσχω ύστερα από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + παθῶ (< παθής < πάθος), πρβλ. κακο παθῶ] … Dictionary of Greek