- κακηπελία
κακηπελία, ἡ, das Uebelbefinden, Nic. Th. 319, Ggstz εὐηπελία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακηπελία, ἡ, das Uebelbefinden, Nic. Th. 319, Ggstz εὐηπελία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακηπελία — και επικ. τ. κακηπελίη, ἡ (Α) η κακή κατάσταση υγείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κακήπελος < κακ(ο) * + πέλομαι «είμαι, γίνομαι» (πρβλ. ευ ηπελία). Για το η τού τ. βλ. κακηπελέων] … Dictionary of Greek
κακηπελίη — κακηπελία evil plight fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακηπελίῃ — κακηπελία evil plight fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακηπελίῃσι — κακηπελία evil plight fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)