- κακο-πετής
κακο-πετής, ές, schlecht fliegend, Arist. H. A. 9, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακο-πετής, ές, schlecht fliegend, Arist. H. A. 9, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υψηλοπέτης — όπετες, ΜΑ αυτός που πετά ψηλά, υψιπέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + πέτης (< πέτομαι «πετώ»), πρβλ. κακο πέτης] … Dictionary of Greek
περιπετής — ές, Α 1. αυτός που πέφτει πάνω σε κάποιον και τόν καλύπτει ολόγυρα με το σώμα του, αυτός που περιβάλλει κάποιον 2. αυτός που περιπίπτει σε μια κατάσταση και ιδίως στη δυστυχία («μή με καταστήσῃς ἀηδεῑ καὶ δεινῷ μηδενὶ περιπετῆ», Δημοσθ.) 3. (για… … Dictionary of Greek