κακο-πράγμων

κακο-πράγμων

κακο-πράγμων, ον, schlecht handelnd, boshaft, tückisch, Xen. Hell. 5, 2, 36; καὶ συκοφάνται Isocr. – Superlat., Pol. 8, 11, 3. – Adv., Eust.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κακοπράγμων — ον (AM κακοπράγμων, ον) αυτός που ασχολείται με το κακό, που προκαλεί βλάβη, βλαβερός, επιβλαβής («οὐ μεγαλοπράγμων τε καὶ κακοπράγμων εἶναι», Ξεν.). επίρρ... κακοπραγμόνως (AM) επιβλαβώς, κατά τρόπο κακοπράγμονα, που προξενεί κακό, βλάβη.… …   Dictionary of Greek

  • μολυνοπραγμονούμαι — μολυνοπραγμονοῡμαι, έομαι (Α) ανακατεύομαι σε ρυπαρά, βρομερά, αηδή πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μολυν τού μολύνω + πραγμονῶ οῦμαι (< πράγμων < πρᾶγμα), πρβλ. κακο πραγμονώ, πολυ πραγμονώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”