- καινο υργία
καινο υργία, ἡ, Neuerung, bes. im Staate; Isocr. 6, 50 ἐκ τῆς ταραχῆς καὶ καινουργίας ϑᾶττον ἂν μεταβολῆς τύχοιεν; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καινο υργία, ἡ, Neuerung, bes. im Staate; Isocr. 6, 50 ἐκ τῆς ταραχῆς καὶ καινουργίας ϑᾶττον ἂν μεταβολῆς τύχοιεν; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.