- καινο-φανής
καινο-φανής, ές, neu aussehend, ungewöhnlich, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καινο-φανής, ές, neu aussehend, ungewöhnlich, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεοφανής — ές (ΑΜ νεοφανής, ές) αυτός που φάνηκε για πρώτη φορά, πρωτοφανής νεοελλ. μσν. (κατ επέκτ.) παράδοξος, αλλόκοτος αρχ. αυτός που διορίστηκε πρόσφατα. επίρρ... νεοφανώς (Μ νεοφανῶς) 1. με τρόπο νεοφανή, για πρώτη φορά 2. παραδόξως, αλλόκοτα. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek