καινο-τόμος

καινο-τόμος

καινο-τόμος, Neuerungen machend, neuernd; ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι καὶ τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον Arist. polit. 2, 6; – καινό-τομος, neu angefangen, neu, πρᾶγμα Hermog.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek

  • ορθοτόμος — (I) ο (ΑΜ ὀρθοτόμος ον) 1. αυτός που τέμνει σε ευθεία γραμμή 2. μτφ. αυτός που καθοδηγεί σωστά, αυτός που διδάσκει τα ορθά δόγματα. επίρρ... ὀρθοτόμως (Μ) κατά την ορθή κατεύθυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + τόμος (< τέμνω), πρβλ. καινο τόμος].… …   Dictionary of Greek

  • καυλοτομώ — καυλοτομῶ, έω (Μ) κόβω τον καυλό, το πέος, καυλοκοπώ* («τοὺς ἐν παιδεραστίαις εὑρισκομένους καυλοτομεῑσθαι», Μαλάλ. Ι.) [ΕΤΥΜΟΛ. < *καυλός «πέος» + τομῶ (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. διχοτομώ, καινο τομώ] …   Dictionary of Greek

  • λοξοτομώ — τέμνω κάτι λοξά, λοξοτέμνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξῶς + τομῶ (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. καινο τομώ, σφυρο τομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν τής ελληνικής γλώσσης τού Σκαρλάτου Βυζάντιου] …   Dictionary of Greek

  • πλαγιοτομία — η, ΝΑ νεοελλ. (γεωδ. τοπογρ.) ειδική περίπτωση εφαρμογής τής εμπροσθοτομίας, όταν ένα από τα δύο γνωστά σημεία είναι απρόσιτο, όπως λ.χ. είναι ένα αδιάβατο έδαφος ή η κορυφή ενός καμπαναριού κ.λπ. αρχ. λοξή εντομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + τομία… …   Dictionary of Greek

  • φαυλοτομία — ἡ, Μ κακή διαίρεση, κακή μοιρασιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + τομία (< τομος < τόμος < τέμνω), πρβλ. καινο τομία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”