- καινο-πήμων
καινο-πήμων, δμωΐδες, Neues, neuerdings duldend, Aesch. Spt. 345.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καινο-πήμων, δμωΐδες, Neues, neuerdings duldend, Aesch. Spt. 345.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μνησιπήμων — μνησιπήμων, ον (Α) αυτός που υπενθυμίζει τα παθήματα, τη δυστυχία ή αυτός που προέρχεται από την ανάμνηση τών παθημάτων («στάζει... πρὸ καρδίας, μνησιπήμων πόνος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι , σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. μι μνή σκω) +… … Dictionary of Greek