- καινο-παθής
καινο-παθής, ές, unerhörtes Leid, πήματα, das man noch nicht erduldet hat, Soph. Tr. 1267, mit der alten v. l. καινοπαγής
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καινο-παθής, ές, unerhörtes Leid, πήματα, das man noch nicht erduldet hat, Soph. Tr. 1267, mit der alten v. l. καινοπαγής
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακοπαθής — ές (Α κακοπαθής, ές) αυτός που ζει σε δυστυχία και αθλιότητα, που υφίσταται ή έχει υποστεί συμφορές, ταλαιπωρίες αρχ. δυσχερής, επίπονος, οχληρός, ενοχλητικός. επίρρ... κακοπαθώς (Α) άθλια («κακοπαθῶς ζῶντες ἐπιβουλεύουσι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μετριοπαθής — ές (Α μετριοπαθής, ές) 1. αυτός που δεν παρασύρεται από τα πάθη του, μετρημένος, συνετός, λογικός 2. διαλλακτικός, συμβιβαστικός, υποχωρητικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετριοπαθές η μετριοπάθεια. επίρρ... μετριοπαθώς (Α μετριοπαθῶς) με… … Dictionary of Greek
ομοπαθής — ὁμοπαθής, ές (Α) αυτός που υποφέρει τα ίδια με κάποιον άλλο, ο υποκείμενος στα ίδια πάθη ή στα ίδια συναισθήματα, ιδίως δυσάρεστα, ομοιοπαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + παθής (< θ. παθ , πρβλ. ἔπαθ ον, αόρ. β τού πάσχω), πρβλ. καινο παθής] … Dictionary of Greek