- κακ-ανθήεις
κακ-ανθήεις, εσσα, εν, mit böser, giftiger Blüthe, ὄραμνοι Nic. Al. 420.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακ-ανθήεις, εσσα, εν, mit böser, giftiger Blüthe, ὄραμνοι Nic. Al. 420.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακανθήεις — κακανθήεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει δηλητηριώδη άνθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(o) * + ἀνθήεις «ανθηρός»] … Dictionary of Greek