- κνιδό-κοκκος
κνιδό-κοκκος, ὁ, dasselbe, Alex. Trall.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνιδό-κοκκος, ὁ, dasselbe, Alex. Trall.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κνίδιος — ια, ο (AM κνίδιος, ία, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κνίδο («Κνιδία Αφροδίτη» κλασικό αριστούργημα τού γλύπτη Πραξιτέλη) 2. ως κύριο όν. ο Κνίδιος, η Κνιδία αυτός που κατάγεται από την Κνίδο («οἰκέουσι δὲ καὶ ἄλλοι καὶ Λακεδαιμονίων… … Dictionary of Greek