- καγκανέος
καγκανέος, brennbar, dürr, = Folgdm, Man. 4, 324 ὕλη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καγκανέος, brennbar, dürr, = Folgdm, Man. 4, 324 ὕλη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καγκάνεος — καγκάνεος, έα, ον (Α) (για ξύλα) κατάλληλος για καύση, κάγκανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τής λ. κάγκανος] … Dictionary of Greek